- αιθένιο
- Βλ. λ. αιθυλένιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… … Dictionary of Greek
χλωραιθυλένιο — το, Ν χημ. το βινυλοχλωρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chlorethylene < chlor (< χλωρ[ο] *) + ethylene (βλ. λ. αιθένιο, αιθυλένιο)] … Dictionary of Greek
υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… … Dictionary of Greek